1 ἅδος, τό y ὁ
• Alolema(s): leído ἄδος frec. por los gram. antiguos, cf. Eust.833.16
hartazgo
ἐκορέσσατο ... τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόνIl.11.88.
• Etimología: Cf. ἅδην, †ἅδον.
ἐκορέσσατο ... τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόνIl.11.88.